κούλουμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κούλουμα | ||
γενική | των | κούλουμων | ||
αιτιατική | τα | κούλουμα | ||
κλητική | κούλουμα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κούλουμα < πληθυντικός της λέξης *κούλουμο [1]
- ή < αλβανική kulluem (καθαρός)
- ή < αλβανική kulm (κορυφή, κορυφογραμμή) < λατινική culmen < πρωτοϊταλική *kolamen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelH- (ανεβαίνω, λόφος)
- < κούμουλο με αντιμετάθεση συμφώνων < μεσαιωνική ελληνική κούμουλον < λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈku.lu.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐λου‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κούλουμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ο υπαίθριος πανηγυρισμός της «Καθαράς Δευτέρας»
- (συνεκδοχικά) η Καθαρά Δευτέρα
Σημειώσεις επεξεργασία
- σπάνια στον ενικό με περιπαικτική διάθεση
- ※ Αυτό το κούλουμο, μαχαίρι στην καρδιά μου. (Έλενα Ακρίτα, εφ. Τα Νέα, 8/3/2003)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κούλουμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κούλουμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας