Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κούλουμα
      γενική των κούλουμων
    αιτιατική τα κούλουμα
     κλητική κούλουμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούλουμα < πληθυντικός της λέξης *κούλουμο [1]
ή < αλβανική kulluem (καθαρός)
ή < αλβανική kulm (κορυφή, κορυφογραμμή) < λατινική culmen < πρωτοϊταλική *kolamen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelH- (ανεβαίνω, λόφος)
< κούμουλο με αντιμετάθεση συμφώνων < μεσαιωνική ελληνική κούμουλον < λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈku.lu.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κού‐λου‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούλουμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ο υπαίθριος πανηγυρισμός της «Καθαράς Δευτέρας»
    ※  Στον λόφο του Φιλοπάππου εορτάζονται τα Κούλουμα στον δήμο Αθηναίων με την κορύφωση των εκδηλώσεων για το τριήμερο της Αποκριάς. (* εφημερίδα Εφημερίδα των Συντακτών)
  2. (συνεκδοχικά) η Καθαρά Δευτέρα

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία