κούμουλον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κούμουλον | τὰ | κούμουλᾰ |
γενική | τοῦ | κουμούλου | τῶν | κουμούλων |
δοτική | τῷ | κουμούλῳ | τοῖς | κουμούλοις |
αιτιατική | τὸ | κούμουλον | τὰ | κούμουλᾰ |
κλητική ὦ! | κούμουλον | κούμουλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κουμούλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κουμούλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούμουλον < λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούμουλον ουδέτερο