Ετυμολογία

επεξεργασία
kulm < λατινική [1] culmen < πρωτοϊταλική *kolamen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelH- (ανεβαίνω, λόφος)

  Επίθετο

επεξεργασία

kulm (sq) [2] αρσενικό

  1. στέγη
  2. κορυφή
  3. κορυφογραμμή
  4. αποκορύφωμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. kulm - Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill..
  2. Mann, Stuart (1948). An historical Albanian-English dictionary. London / New York: Longmans. , λήμμα: kulm