kulm
Αλβανικά (sq)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- kulm < λατινική [1] culmen < πρωτοϊταλική *kolamen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelH- (ανεβαίνω, λόφος)
Επίθετο
επεξεργασία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ kulm - Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill..
- ↑ Mann, Stuart (1948). An historical Albanian-English dictionary. London / New York: Longmans., λήμμα: kulm