κουμούλ
Ποντιακά (pnt)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κουμούλ | κουμούλεα |
γενική | κουμουλί | κουμουλίων |
αιτιατική | κουμούλ | κουμούλεα |
κλητική | κουμούλ | κουμούλεα |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακουμούλ ουδέτερο
- η στοίβα, ο σωρός
- εμπροστά τ' έστεκανε ένα κουμούλ καρτόφεα - μπροστά του βρισκόταν ένας σωρός πατάτες