πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική κουμούλ κουμούλεα
γενική κουμουλί κουμουλίων
αιτιατική κουμούλ κουμούλεα
κλητική κουμούλ κουμούλεα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουμούλ < λατινική cumulus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʰuˈmul/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουμούλ ουδέτερο

  • η στοίβα, ο σωρός
    εμπροστά τ' έστεκανε ένα κουμούλ καρτόφεα - μπροστά του βρισκόταν ένας σωρός πατάτες

Συγγενικά

επεξεργασία