σωρείτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σωρείτης | οι | σωρείτες |
γενική | του | σωρείτη | των | σωρειτών |
αιτιατική | τον | σωρείτη | τους | σωρείτες |
κλητική | σωρείτη | σωρείτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωρείτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωρείτης
- (μετεωρολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική cumulus[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /soˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐ρεί‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωρείτης αρσενικό
- (λόγιο) σόφισμα, λογοπαίγνιο της Μεγαρικής ή Εριστικής Σχολής:
- «Μετά από ποιό αριθμό κόκκων άμμου, μπορούμε να μιλάμε για σωρό;»
- (μετεωρολογία) είδος μεγάλου πυκνού, λευκού κυρίως, νέφους
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σωρείτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωρείτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σωρείτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σωρείτης | οἱ | σωρεῖται |
γενική | τοῦ | σωρείτου | τῶν | σωρειτῶν |
δοτική | τῷ | σωρείτῃ | τοῖς | σωρείταις |
αιτιατική | τὸν | σωρείτην | τοὺς | σωρείτᾱς |
κλητική ὦ! | σωρεῖτᾰ | σωρεῖται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωρείτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σωρείταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- σωρείτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σωρείτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.