κομπόστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /komˈbo.sta/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κομπόστα θηλυκό
- (γαστρονομία) γλύκισμα, που τρώγεται ως επιδόρπιο, παρασκευασμένο από βρασμένα φρούτα που τοποθετούνται σ’ ένα αραιό σιρόπι / διάλυμα ζάχαρης