Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

compono < cum + pono < πρωτοϊταλική *poznō < po- +‎ sinō < *tḱi-né-ti < *tḱey- < *teḱ (γεννώ, γίνομαι γονιός)

  Ρήμα επεξεργασία

compono (la)

Κλίση επεξεργασία