χοσάφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χοσάφι | τα | χοσάφια |
γενική | του | χοσαφιού | των | χοσαφιών |
αιτιατική | το | χοσάφι | τα | χοσάφια |
κλητική | χοσάφι | χοσάφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοσάφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hoşaf < περσική خوشاب (khosh-āb, κομπόστα) < خوش (khosh, ευχάριστος) + آب (āb, νερό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοσάφι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοσάφι
|