composta
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | composto | composti |
θηλυκό | composta | composte |
composta (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | composto | composti |
θηλυκό | composta | composte |
composta (it)