πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεκρύφαλος οι κεκρύφαλοι
      γενική του κεκρύφαλου
& κεκρυφάλου
των κεκρύφαλων
& κεκρυφάλων
    αιτιατική τον κεκρύφαλο τους κεκρύφαλους
& κεκρυφάλους
     κλητική κεκρύφαλε κεκρύφαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κεκρυφᾰλο-
ονομαστική κεκρύφαλος οἱ κεκρύφαλοι
      γενική τοῦ κεκρυφάλου τῶν κεκρυφάλων
      δοτική τῷ κεκρυφάλ τοῖς κεκρυφάλοις
    αιτιατική τὸν κεκρύφαλον τοὺς κεκρυφάλους
     κλητική ! κεκρύφαλε κεκρύφαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεκρυφάλω
γεν-δοτ τοῖν  κεκρυφάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κεκρύφαλος < προελληνική [1] [2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. 1 2 «αγνώστου ετύμου, πιθανό δάνειο ασιατικής προέλευσης, κατʼ επίδραση των λέξεων κρύπτω, κρυφός.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)