καλομοιριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλομοιριά | οι | καλομοιριές |
γενική | της | καλομοιριάς | των | καλομοιριών |
αιτιατική | την | καλομοιριά | τις | καλομοιριές |
κλητική | καλομοιριά | καλομοιριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλομοιριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλομοιριά[1] < καλόμοιρος < καλο- + μοῖρα + -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lo.miɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐μοι‐ριά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλομοιριά θηλυκό
- η κατάσταση του καλόμοιρου / καλομοίρη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καλόμοιρος, καλός και μοίρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλομοιριά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «καλομοίρης, καλομοιριά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλομοιριά < καλομοίρ(ης) ή καλόμοιρ(ος) + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλομοιριά θηλυκό
- ευτυχία, καλή τύχη
- ※ 16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Δ', στίχ. 435 (431-436)
- Ποιὸς νοῦς εἶν' τόσα ὁλημερνὶς τὰ πάθη φορτωμένος
κι' ἀπὸ περίσσους λογισμούς καὶ πρίκες βαρεμένος
νὰ μὴ χαρῆ θωρώντας με, νὰ μὴν ἀναγαλλιάση,
νὰ μὴ ᾿φραθῆ κι' αὐτὸς πολλά, γλυκιὰ νὰ μὴ γελάση,
θωρώντας τόση μου χαρά, τόση καλομοιριά μου
κ' εἰς πόσους ἀναγαλλιασμοὺς ἔστρεψεν ἡ καρδιά μου;- Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 170, σελ. 171
- Ποιὸς νοῦς εἶν' τόσα ὁλημερνὶς τὰ πάθη φορτωμένος
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Δ, στίχ. 1377 (1376-1378)
- Συμπάθησέ μου, Ρήγα μου, κατέχεις τίνος μοιάζεις;
Κεινού, που στην καλομοιριά χάνεται, δεν κατέχει,
και μες στη βρύσιν κολυμπά, λέγει· "Νερό δεν έχει".
- Συμπάθησέ μου, Ρήγα μου, κατέχεις τίνος μοιάζεις;
- ≈ συνώνυμα: καλοριζικιά
- ≠ αντώνυμα: κακομοιριά, κακοριζικία, κακοριζικιά, κακοτυχία, κακοτυχιά
- ※ 16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Δ', στίχ. 435 (431-436)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καλομοιριά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.285, Τόμος 7 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- σελ. 159 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi