καλοριζικιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοριζικιά | οι | καλοριζικιές |
γενική | της | καλοριζικιάς | των | καλοριζικιών |
αιτιατική | την | καλοριζικιά | τις | καλοριζικιές |
κλητική | καλοριζικιά | καλοριζικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καλοριζικιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοριζικιά < καλορίζικ(ος) + -ιά[1] < καλο- + ριζικό (< αρχαία ελληνική ῥιζικός < ῥίζα)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lo.ɾi.ziˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐ρι‐ζι‐κιά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλοριζικιά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καλορίζικος, καλός και ρίζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλοριζικιά
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ καλοριζικιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καλοριζικιά < καλορίζικ(ος) + -ιά[1] < καλο- + ριζικό (< αρχαία ελληνική ῥιζικός < ῥίζα)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ καλοριζικιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].