καθιερωθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καθιερωθείς & καθιερωθέντας |
η | καθιερωθείσα | το | καθιερωθέν |
γενική | του | καθιερωθέντος & καθιερωθέντα |
της | καθιερωθείσας & καθιερωθείσης* |
του | καθιερωθέντος |
αιτιατική | τον | καθιερωθέντα | την | καθιερωθείσα | το | καθιερωθέν |
κλητική | καθιερωθείς & καθιερωθέντα |
καθιερωθείσα | καθιερωθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καθιερωθέντες | οι | καθιερωθείσες | τα | καθιερωθέντα |
γενική | των | καθιερωθέντων | των | καθιερωθεισών | των | καθιερωθέντων |
αιτιατική | τους | καθιερωθέντες | τις | καθιερωθείσες | τα | καθιερωθέντα |
κλητική | καθιερωθέντες | καθιερωθείσες | καθιερωθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καθιερωθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθιερωθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος καθιερῶ / καθιερόω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.θi.e.ɾoˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θι‐ε‐ρω‐θείς
Μετοχή
επεξεργασίακαθιερωθείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος καθιερώνω που έχει καθιερωθεί κατά το παρελθόν, που αποτελεί πάγια συνήθεια, έθιμο, ο παραδοσιακός, ο συνηθισμένος
- ⮡ οι καθιερωθέντες όροι
- ⮡ η κατάργηση των καθιερωθέντων αρχών
- ⮡ τα καθιερωθέντα με πράξη του 1972 κίνητρα...
- ⮡ το καθιερωθέν πρόγραμμα/σύστημα
- ⮡ τον καθιερωθέντα ως οσιομάρτυρα (εκκλησιαστική ορολογία)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία