διεσπαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.e.spaɾˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐σπαρ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαδιεσπαρμένος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διασπείρω
- άλλες μορφές: διασπαρμένος (δημοτική)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διεσπαρμένος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιεσπαρμένος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του ρήματος διασπείρω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διά και ἐσπαρμένος