Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχρών
αποχρώντας
η αποχρώσα το αποχρών
      γενική του αποχρώντος
αποχρώντα
της αποχρώσας
αποχρώσης*
του αποχρώντος
    αιτιατική τον αποχρώντα την αποχρώσα το αποχρών
     κλητική αποχρών
αποχρώντα
αποχρώσα αποχρών
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχρώντες οι αποχρώσες τα αποχρώντα
      γενική των αποχρώντων των αποχρωσών των αποχρώντων
    αιτιατική τους αποχρώντες τις αποχρώσες τα αποχρώντα
     κλητική αποχρώντες αποχρώσες αποχρώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχρών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποχρῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποχρῶ συνηρημένου τύπου του ἀποχράω (αρκώ) < χράω/χρῶ (χρησμοδοτώ, προμηθεύω) (μεταφραστικό δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική causa efficiens[1]

  Μετοχή επεξεργασία

αποχρών, -ώσα, -ών

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία