γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀποχρῶν ἀποχρῶσ τὸ ἀποχρῶν
      γενική τοῦ ἀποχρῶντος τῆς ἀποχρώσης τοῦ ἀποχρῶντος
      δοτική τῷ ἀποχρῶντ τῇ ἀποχρώσ τῷ ἀποχρῶντ
    αιτιατική τὸν ἀποχρῶντ τὴν ἀποχρῶσᾰν τὸ ἀποχρῶν
     κλητική ! ἀποχρῶν ἀποχρῶσ ἀποχρῶν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀποχρῶντες αἱ ἀποχρῶσαι τὰ ἀποχρῶντ
      γενική τῶν ἀποχρώντων τῶν ἀποχρωσῶν τῶν ἀποχρώντων
      δοτική τοῖς ἀποχρῶσῐ(ν) ταῖς ἀποχρώσαις τοῖς ἀποχρῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀποχρῶντᾰς τὰς ἀποχρώσᾱς τὰ ἀποχρῶντ
     κλητική ! ἀποχρῶντες ἀποχρῶσαι ἀποχρῶντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποχρῶντε τὼ ἀποχρώσ τὼ ἀποχρῶντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀποχρώντοιν τοῖν ἀποχρώσαιν τοῖν ἀποχρώντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀποχρῶν