Δείτε επίσης: ἀντεπιστέλλων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντεπιστέλλων η αντεπιστέλλουσα το αντεπιστέλλον
      γενική του αντεπιστέλλοντος της αντεπιστέλλουσας
αντεπιστελλούσης*
του αντεπιστέλλοντος
    αιτιατική τον αντεπιστέλλοντα την αντεπιστέλλουσα το αντεπιστέλλον
     κλητική αντεπιστέλλων αντεπιστέλλουσα αντεπιστέλλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντεπιστέλλοντες οι αντεπιστέλλουσες τα αντεπιστέλλοντα
      γενική των αντεπιστελλόντων των αντεπιστελλουσών των αντεπιστελλόντων
    αιτιατική τους αντεπιστέλλοντες τις αντεπιστέλλουσες τα αντεπιστέλλοντα
     κλητική αντεπιστέλλοντες αντεπιστέλλουσες αντεπιστέλλοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντεπιστέλλων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντεπιστέλλων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀντεπιστέλλω < ἀντί + αρχαία ελληνική ἐπιστέλλω < ἐπί + στέλλω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική membre correspondant[1]

  Μετοχή επεξεργασία

αντεπιστέλλων, -ουσα, -ον

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία