Δείτε επίσης: Ὠρίων

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ωρίων οι Ωρίωνες
      γενική του Ωρίωνος των Ωριώνων
    αιτιατική τον Ωρίωνα τους Ωρίωνες
     κλητική Ωρίων Ωρίωνες
Συνήθως στον ενικό.
Κλίση κατά το αρχαίο Ὠρίων.
Δείτε και ο Ωρίωνας, του Ωρίωνα
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Ωρίων < αρχαία ελληνική Ὠρίων
 
Ο αστερισμός του Ωρίωνα.

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈɾi.on/

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Ωρίων αρσενικό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

 
«Τοπίο με τον τυφλό Ωρίωνα να αναζητά τον ήλιο». Ζωγραφικός πίνακας του Nicolas Poussin (1658).

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία