Δείτε επίσης: Ωρίων, Ωρίωνες

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ωρίωνας οι Ωρίωνες
      γενική του Ωρίωνα των Ωριώνων
    αιτιατική τον Ωρίωνα τους Ωρίωνες
     κλητική Ωρίωνα Ωρίωνες
Δείτε και την κλίση του «Ωρίων».
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ωρίωνας

  • μορφή του Ωρίων με κατάληξη της δημοτικής