Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Στοκχόλμη
      γενική της Στοκχόλμης
    αιτιατική τη Στοκχόλμη
     κλητική Στοκχόλμη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
η θέση της Στοκχόλμης στη Σουηδία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Στοκχόλμη < σουηδική Stockholm < stock (κούτσουρο) + holme (νησίδα)

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Στοκχόλμη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία