Δείτε επίσης: -ις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίς (και -ις < -ις)
-ίς (κατάληξη επιρρημάτων) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ίς

  Επίθημα επεξεργασία

-ίς

  1. -ίς ή -ις : κατάληξη λόγιων θηλυκών ουσιαστικών (όπως της καθαρεύουσας) από τα αρχαία ελληνικά
    (αρχαία ελληνική) ἐλπίς > ελπίς > ελπίδα
    (αρχαία ελληνική) Ὠκεανίς > > Ωκεανίδα
    (καθαρεύουσα) λανθανίς, λανθανίδες > λανθανίδα, λανθανίδες (δημοτική) για όρους της χημείας
    δείτε και-ίδα (στη δημοτική)
  2. -ίς : κατάληξη σύνθετων επιρρημάτων που προέρχονται από φράσεις
    μεσονυχτίς (στο μέσο της νύχτας)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίς κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ίς

  Επίθημα επεξεργασία

-ίς

  1. -ίς : κατάληξη επιρρημάτων
    διχερίς (με τα δύο χέρια)
    ἐξωλογίς (παράτολμα)
  2. -ίς κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών
    βολίς (αρχαία ελληνικά: βολίς)
    δείτε και τα θηλυκά σε -σις



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ς αἱ -ίδες
      γενική τῆς -ίδος τῶν -ίδων
      δοτική τῇ -ίδ ταῖς σῐ(ν)
    αιτιατική τὴν -ίδ τὰς -ίδᾰς
     κλητική ! ς* -ίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ίδε
γεν-δοτ τοῖν  -ίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίς (και -ις) < λείπει η ετυμολογία

  Επίθημα επεξεργασία

-ίς ή -ις

  1. κατάληξη τριτόκλιτων θηλυκών ουσιαστικών
    αἰγίς, ἐλπίς
    δείτε και -ῐς όπως ἀρθρῖτις, αἰγιαλῖτις, γενική -ίτιδος
    δείτε τα νέα ελληνικά σε -ιδα, -ίδα
  2. για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από τα αντίστοιχα αρσενικά
    Ὠκεανός - Ὠκεανίς
    Βρισεύς - Βρισηΐς

Δείτε επίσης επεξεργασία