Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραμάνα οι παραμάνες
      γενική της παραμάνας των παραμανών
    αιτιατική την παραμάνα τις παραμάνες
     κλητική παραμάνα παραμάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. παραμάνα < παρά + μάνα
  2. παραμάνα < (άμεσο δάνειο) βενετική paraman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραμάνα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) γυναίκα που θήλαζε ξένα παιδιά έναντι αμοιβής
  2. (επάγγελμα) γυναίκα που έχει σαν επάγγελμα τη φροντίδα και διαπαιδαγώγηση παιδιών, συνήθως σε μικρή ηλικία
    Άστραψεν η ανατολή, / κούνα, παραμάνα, το παιδί / και βρόντησεν η δύση, κούνα το παιδί/ μην τύχει και ξυπνήσει. (Στίχοι από το παραδοσιακό τραγούδι Άστραψεν η ανατολή)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

 
η παραμάνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραμάνα θηλυκό

  1. είδος καρφίτσας

  Μεταφράσεις επεξεργασία