Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
nounou nounous

nounou (fr) θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη nourrice