Ετυμολογία

επεξεργασία
nourrice < λατινική nutrix

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nu.ʁis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nourrice nourrices

nourrice (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία