Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκουβερνάντα οι γκουβερνάντες
      γενική της γκουβερνάντας των γκουβερναντών
    αιτιατική την γκουβερνάντα τις γκουβερνάντες
     κλητική γκουβερνάντα γκουβερνάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκουβερνάντα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gouvernante + [1] θηλυκό του gouvernant, μετοχή του gouverner < λατινική guberno < κυβερνάω [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡu.veɾˈnan.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκου‐βερ‐νά‐ντα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκουβερνάντα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. γκουβερνάντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.