πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική agrafka agrafki
γενική agrafki agrafek
δοτική agrafce agrafkom
αιτιατική agrafkę agrafki
οργανική agrafką agrafkami
τοπική agrafce agrafkach
κλητική agrafko agrafki

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɡraf.ka/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

agrafka (pl) θηλυκό