Δείτε επίσης: βαλτός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάλτος οι βάλτοι
      γενική του βάλτου των βάλτων
    αιτιατική τον βάλτο τους βάλτους
     κλητική βάλτε βάλτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βάλτος στη Γερμανία
(φωτο: Jan van der Crabben)

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάλτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάλτος[1] [2] < σλαβικής προέλευσης блато[2] < πρωτοσλαβική *bolto[1] (βάλτος, έλος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈval.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάλ‐τος
τονικό παρώνυμο: βαλτός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάλτος αρσενικό

  1. (γεωγραφία) η έκταση γης πλημμυρισμένη από γλυκό νερό με χαρακτηριστική βλάστηση από καλαμιώνες και βούρλα
  2. (μεταφορικά) η ακινησία, η στασιμότητα, η έλλειψη εξέλιξης και δημιουργικής πνοής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 βάλτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.