αποχωρητήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχωρητήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀποχωρητήριον < ἀποχωρη- + -τήριον κατά την ελληνιστική κοινή ἀποχώρησις (απόπατος) ή μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική ritirata[1][2], (μαρτυρείται από το 1888) στην εφημερίδα Εφημερίς[3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.xo.ɾiˈti.ɾio/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐χω‐ρη‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποχωρητήριο ουδέτερο
- χώρος που προορίζεται για την αφόδευση και την ούρηση
- ※ Τὸ τεράστιο αὐτὸ σπίτι δὲν εἶχε παρὰ μόνον ἕνα ἀποχωρητήριο. (Π. Βυζάντιος, Ἡ ζωὴ ἑνὸς ζωγράφου, 1994)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χώρος
|
Πηγές επεξεργασία
- αποχωρητήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποχωρητήριο - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αποχωρητήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αποχωρητήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αποχωρητήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αποχωρητήριο - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012