↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -σχιδής η -σχιδής το -σχιδές
      γενική του -σχιδούς* της -σχιδούς του -σχιδούς
    αιτιατική τον -σχιδή τη(ν) -σχιδή το -σχιδές
     κλητική -σχιδή(ς) -σχιδής -σχιδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -σχιδείς οι -σχιδείς τα -σχιδή
      γενική των -σχιδών των -σχιδών των -σχιδών
    αιτιατική τους -σχιδείς τις -σχιδείς τα -σχιδή
     κλητική -σχιδείς -σχιδείς -σχιδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-σχιδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σχιδής όπως υπάρχει σε αρχαίες λέξεις

  Επίθημα

επεξεργασία

-σχιδής, -ής, -ές



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-σχιδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σχιδής

  Επίθημα

επεξεργασία

-σχιδής, -ής, -ές



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -σχιδής τὸ -σχιδές
      γενική τοῦ/τῆς -σχιδοῦς τοῦ -σχιδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ -σχιδεῖ τῷ -σχιδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν -σχιδ τὸ -σχιδές
     κλητική ! -σχιδές -σχιδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -σχιδεῖς τὰ -σχιδ
      γενική τῶν -σχιδῶν τῶν -σχιδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς -σχιδέσ(ν) τοῖς -σχιδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς -σχιδεῖς τὰ -σχιδ
     κλητική ! -σχιδεῖς -σχιδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -σχιδεῖ τὼ -σχιδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν -σχιδοῖν τοῖν -σχιδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-σχιδής < σχιδ- (σχίζω < *σκίδ-jω) + -ής

  Επίθημα

επεξεργασία

-σχιδής, -ής, -ές