Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυσικό αέριο τα φυσικά αέρια
      γενική του φυσικού αερίου των φυσικών αερίων
    αιτιατική το φυσικό αέριο τα φυσικά αέρια
     κλητική φυσικό αέριο φυσικά αέρια
Συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσικό αέριο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική natural gas → δείτε τις λέξεις φυσικός και αέριο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.siˈko aˈe.ɾi.o/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

φυσικό αέριο ουδέτερο

  • (χημεία) μίγμα αερίων υδρογονανθράκων που σχετίζονται με κοιτάσματα πετρελαίου, κυρίως μεθάνιο με μικρότερες ποσότητες αιθανίου, προπανίου και βουτανίου το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο
    ※  Η αξία των ελληνικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, σύμφωνα με την ΕΔΕΥ, με βάση τα αρχικά ευρήματα, ήταν της τάξης των 250 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο, με βάση τιμές αερίου στα 60 ευρώ.
    Άλκης Καλογήρου, Φυσικό αέριο: Πότε ξεκινούν ξανά οι έρευνες για υδρογονάνθρακες - Σήμα στους επενδυτές, Ημερησία, 5 Απριλίου 2022
    ※  Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 2.3 Αλκάνια - μεθάνιο, φυσικό αέριο, βιοαέριο, ※  @ebooks.edu.gr
    Συνήθως το πετρέλαιο συνυπάρχει με αέριο μίγμα, κυρίως υδρογονανθράκων, που ονομάζεται φυσικό αέριο. Το φυσικό αέριο είναι μίγμα αέριων υδρογονανθράκων με κύριο συστατικό το μεθάνιο, CH4 (μέχρι και 90%). Το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται ως καύσιμο και παρουσιάζει δύο βασικά πλεονεκτήματα έναντι του πετρελαίου […] Εκτός από καύσιμο το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται και ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία πετροχημικών προϊόντων.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία