↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεθάνιο τα μεθάνια
      γενική του μεθάνιου
μεθανίου
των μεθάνιων
μεθανίων
    αιτιατική το μεθάνιο τα μεθάνια
     κλητική μεθάνιο μεθάνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεθάνιο < methan

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεθάνιο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία