υγροποιημένο φυσικό αέριο

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το υγροποιημένο φυσικό αέριο
      γενική του υγροποιημένου φυσικού αερίου
    αιτιατική το υγροποιημένο φυσικό αέριο
     κλητική υγροποιημένο φυσικό αέριο
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υγροποιημένο φυσικό αέριο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική liquefied natural gas → δείτε τις λέξεις υγροποιημένος και φυσικό αέριο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ɣɾo.pi.iˈme.no fi.siˈko aˈe.ɾi.o/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

υγροποιημένο φυσικό αέριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αέριοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)