Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φετφάς οι φετφάδες
      γενική του φετφά των φετφάδων
    αιτιατική τον φετφά τους φετφάδες
     κλητική φετφά φετφάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φετφάς < όψιμη μεσαιωνική ελληνική φεϊτ(ι)φᾶς[1] < οθωμανική τουρκική فتوی (fetva) (τουρκική fetva) με αφομοίωση [tv] > [tf] < αραβική فَتْوَى (fatwā)[2] Συγκρίνετε με το φετβάς.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fetˈfas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φετ‐φάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φετφάς αρσενικό

  1. (ισλαμισμός) η γνωμοδότηση του μουφτή (θρησκευτικού δικαστή των μουσουλμάνων) ή και μη θεολόγων ισλαμιστών δικηγόρων όταν ο πολιτικός δικαστής, ο καδής, αδυνατεί να καταλήξει σε απόφαση επί ενός ζητήματος
    επί Τουρκοκρατίας εκδίδονταν πολλοί φετφάδες
    Οι Βρετανοί πέτυχαν την έκδοση φετφά που νομιμοποιούσε την εξουσία τους στην Ινδία.
    Ο φετφάς σήμερα θεωρείται απολύτως εφαρμοστέος κυρίως από τους σιίτες μουσουλμάνους.
  2. (κατ’ επέκταση) απόφαση για την εκτέλεση μιας διαταγής
    ※  Απειλές εναντίον της ζωής του αλλά και της οικογένειάς του αντιμετωπίζει ο αρχισυντάκτης μιας μαροκινής εφημερίδας, επειδή τόλμησε να κάνει δηλώσεις υπέρ των προγαμιαίων σχέσεων κατά τη διάρκεια ζωντανής εκπομπής σε τοπικό τηλεοπτικό δίκτυο. «Αμέσως μετά τις δηλώσεις μου ένας μουφτής στην Ούτζντα εξέδωσε φετφά για τη δολοφονία μου», δηλώνει ο δημοσιογράφος Μοκτάρ ελ – Γκζιούι. (* εφημερίδα Το Βήμα, 09.08.2012)
  3. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά, λαϊκότροπο) αυθαίρετη διαταγή ή απόφαση
     συνώνυμα: φιρμάνι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «φετφάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. φεφτάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας