σιίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιίτης | οι | σιίτες |
γενική | του | σιίτη | των | σιιτών |
αιτιατική | τον | σιίτη | τους | σιίτες |
κλητική | σιίτη | σιίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιίτης αρσενικό
- (ισλαμισμός) μουσουλμάνος που ασπάζεται τον σιισμό