σιισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιισμός | οι | σιισμοί |
γενική | του | σιισμού | των | σιισμών |
αιτιατική | τον | σιισμό | τους | σιισμούς |
κλητική | σιισμέ | σιισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιισμός αρσενικό
- (ισλαμισμός) ένας από τους δυο κλάδους του Ισλάμ, σύμφωνα με τον οποίο θα έπρεπε ο Αλί να είχε διαδεχθεί τον Μωάμεθ ως χαλίφης, αντί για τον Αμπού Μπακρ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σιισμός στη Βικιπαίδεια