φάτουα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φάτουα < λόγιο δάνειο από τη γαλλική fatwa (θηλυκό) ή από την αγγλική fatwa < αραβική فَتْوَى (fatwā) Δείτε και φετβάς.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfa.tu.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐του‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάτουα θηλυκό άκλιτο
- ο φετφάς