φετβάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φετβάς | οι | φετβάδες |
γενική | του | φετβά | των | φετβάδων |
αιτιατική | τον | φετβά | τους | φετβάδες |
κλητική | φετβά | φετβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φετβάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فتوی (fetva), κατά την προφορά όπως στην τουρκική fetva < αραβική فَتْوَى (fatwā)[1] Επίσης δείτε, από την όψιμη μεσαιωνική ελληνική φεϊτιφᾶς > φετφάς.[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφετβάς αρσενικό
- άλλη προφορά του φετφάς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φετφάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «φετφάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φετβάς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)