καδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καδής | οι | καδήδες |
γενική | του | καδή | των | καδήδων |
αιτιατική | τον | καδή | τους | καδήδες |
κλητική | καδή | καδήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καδής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καδής [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐δής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαδής ή κατής' αρσενικό
- (επάγγελμα) μουσουλμάνος δικαστής που δικάζει με βάση τον ισλαμικό νόμο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- καντής (ιδιωματικό, όπως κρητικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καδής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014