Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καδής οι καδήδες
      γενική του καδή των καδήδων
    αιτιατική τον καδή τους καδήδες
     κλητική καδή καδήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καδής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καδής [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐δής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καδής ή κατής' αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα