Δείτε επίσης: Μουφτής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουφτής οι μουφτήδες
      γενική του μουφτή των μουφτήδων
    αιτιατική τον μουφτή τους μουφτήδες
     κλητική μουφτή μουφτήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουφτής < (άμεσο δάνειο) τουρκική müftü < αραβική مفت (muftin)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐φτής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουφτής αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία