Κοράνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κοράνιο | τα | Κοράνια |
γενική | του | Κορανίου & Κοράνιου |
των | Κορανίων |
αιτιατική | το | Κοράνιο | τα | Κοράνια |
κλητική | Κοράνιο | Κοράνια | ||
Συνήθως στον ενικό. Δείτε και την κλίση Κοράνι. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κοράνιο < (καθαρεύουσα) Κοράνιον, λόγια επίδραση στο Κοράνι < μεσαιωνική ελληνική κοράνι(ν)[1] < → δείτε και τη λέξη Κοράνι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοράνιο ουδέτερο
- (ισλαμισμός) το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Κοράνι (λιγότερο επίσημο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κοράνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κοράνιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κοράνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας