σουνιτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουνιτικός < σουνίτ(ης) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
σουνιτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στους σουνίτες, ανήκει σ' αυτούς ή έχει σχέση μ' αυτούς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σούνα