σούνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούνα | ||
γενική | της | σούνας | ||
αιτιατική | τη | σούνα | ||
κλητική | σούνα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σούνα < (άμεσο δάνειο) αραβική سنة (súnna)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούνα θηλυκό
- (ισλαμισμός) τρόπος ζωής που ακολουθείται από πιστούς μουσουλμάνους και βασίζεται στη διδασκαλία και τις πράξεις του Μωάμεθ και στα διδάγματα του Κορανίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σούνα στη Βικιπαίδεια