σουνέτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουνέτι | τα | σουνέτια |
γενική | του | σουνετιού | των | σουνετιών |
αιτιατική | το | σουνέτι | τα | σουνέτια |
κλητική | σουνέτι | σουνέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουνέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sünnet < αραβική سنة (sunna)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουνέτι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) περιτομή
- Είχε τουρκέψει κάτω από βία, τόν καιρό τής άτυχης έκείνης επανάστασης τού 1770, τούρκεμα” κανονικό μέ «σουνέτι» (περιτομή) άπό Τούρκο παπά (Χότζα).
- Αυτός και η οικογένειά του είχαν σήμερα μεγάλη γιορτή, ίσως τη μεγαλύτερη που μπορούσε να έχει ένα τούρκικο σπίτι: ο μικρός του γιος θα έκανε το σουνέτι.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουνέτι
|