↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουνέτι τα σουνέτια
      γενική του σουνετιού των σουνετιών
    αιτιατική το σουνέτι τα σουνέτια
     κλητική σουνέτι σουνέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σουνέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sünnet < αραβική سنة (sunna)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σουνέτι ουδέτερο

  • (παρωχημένο, λαϊκότροπο) περιτομή
    • Είχε τουρκέψει κάτω από βία, τόν καιρό τής άτυχης έκείνης επανάστασης τού 1770, τούρκεμα” κανονικό μέ «σουνέτι» (περιτομή) άπό Τούρκο παπά (Χότζα). (Γιάννης Μανούσακας, Ο φυγόδικος, εκδ. Οδυσσέας, 1980, σελ. 108)
    • Αυτός και η οικογένειά του είχαν σήμερα μεγάλη γιορτή, ίσως τη μεγαλύτερη που μπορούσε να έχει ένα τούρκικο σπίτι: ο μικρός του γιος θα έκανε το σουνέτι. (Κώστας Ακριβός, Καιρός για θαύματα, εκδ. Κέδρος, 2005, σελ. 165)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία