Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεχνοκριτικός η τεχνοκριτική το τεχνοκριτικό
      γενική του τεχνοκριτικού της τεχνοκριτικής του τεχνοκριτικού
    αιτιατική τον τεχνοκριτικό την τεχνοκριτική το τεχνοκριτικό
     κλητική τεχνοκριτικέ τεχνοκριτική τεχνοκριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεχνοκριτικοί οι τεχνοκριτικές τα τεχνοκριτικά
      γενική των τεχνοκριτικών των τεχνοκριτικών των τεχνοκριτικών
    αιτιατική τους τεχνοκριτικούς τις τεχνοκριτικές τα τεχνοκριτικά
     κλητική τεχνοκριτικοί τεχνοκριτικές τεχνοκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεχνοκριτικός < τέχνη + -ο- + κριτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική critique d'art[1] [2])

  Επίθετο επεξεργασία

τεχνοκριτικός, -ή, -ό

  1. (τέχνη) που έχει σχέση με την τεχνοκριτική (την κριτική έργων τέχνης) ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τεχνοκριτικός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) τεχνοκριτική
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τεχνοκριτικός οι τεχνοκριτικοί
      γενική του τεχνοκριτικού των τεχνοκριτικών
    αιτιατική τον τεχνοκριτικό τους τεχνοκριτικούς
     κλητική τεχνοκριτικέ τεχνοκριτικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεχνοκριτικός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Ψευδόφιλες λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. τεχνοκριτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τεχνοκριτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)