τεχνοκρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | τεχνοκρίτης | οι | τεχνοκρίτες |
γενική | του του/της |
τεχνοκρίτη τεχνοκρίτου |
των | τεχνοκριτών |
αιτιατική | τον/την | τεχνοκρίτη | τους/τις | τεχνοκρίτες |
κλητική | τεχνοκρίτη | τεχνοκρίτες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεχνοκρίτης < τεχνο- + κριτ(ής) + -ης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική critique d'art[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεχνοκρίτης αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τεχνοκρίτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τεχνοκρίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας