ψευδόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψευδόφιλος, -η, -ο
- (γλωσσολογία) για λέξεις διαφορετικών γλωσσών που έχουν φωνητικές ή μορφολογικές ομοιότητες ή κοινή καταγωγή αλλά σημασιολογική απόκλιση
ψευδόφιλος, -η, -ο