ψευδόφιλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαψευδόφιλων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ψευδόφιλος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ψευδόφιλος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ψευδόφιλος
ψευδόφιλων