τεχνοκριτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεχνοκριτική θηλυκό
- η ενασχόληση (επαγγελματική ή μη) με την κρίση και τον σχολιασμό έργων τέχνης
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τεχνοκριτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τεχνοκριτικός