↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεταρτογενής η τεταρτογενής το τεταρτογενές
      γενική του τεταρτογενούς* της τεταρτογενούς του τεταρτογενούς
    αιτιατική τον τεταρτογενή την τεταρτογενή το τεταρτογενές
     κλητική τεταρτογενή(ς) τεταρτογενής τεταρτογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεταρτογενείς οι τεταρτογενείς τα τεταρτογενή
      γενική των τεταρτογενών των τεταρτογενών των τεταρτογενών
    αιτιατική τους τεταρτογενείς τις τεταρτογενείς τα τεταρτογενή
     κλητική τεταρτογενείς τεταρτογενείς τεταρτογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεταρτογενής < τέταρτος + -ο- + -γενής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική quaternaire[1] [2])

  Επίθετο

επεξεργασία

τεταρτογενής, -ής, -ές

  1. που σχετίζεται με την τέταρτη φάση μιας εξελικτικής διαδικασίας
  2. (ειδικότερα, γεωλογία) που σχετίζεται με την τεταρτογενή περίοδο, τη νεότερη του καινοζωικού αιώνα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τεταρτογενήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. τεταρτογενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας