Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
quaternaire quaternaires

quaternaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αποτελείται από τέσσερα στοιχεία
  2. πολλαπλάσιο του 4
  3. τεταρτογενής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
quaternaire quaternaires

quaternaire (fr) αρσενικό